- κατηφής
- -ές (AM κατηφής, -ές)κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ.β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», Ευρ.)αρχ.1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό2. μτφ. μαύρος, σκοτεινός («χωρίον κατηφές», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κατά + ἁφή, (< ἅπτω].
Dictionary of Greek. 2013.